σκουντούφλημα

σκουντούφλημα
το спотыкание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σκουντούφλημα" в других словарях:

  • σκουντούφλημα — το, Ν [σκουντουφλώ] πρόσκρουση σε εμπόδιο κατά το βάδισμα και πέσιμο, σκουντούφλα («έσπασε το πόδι του από σκουντούφλημα») …   Dictionary of Greek

  • σκουντούφλημα — το σκουντούφλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουντούφλα — και σκοντούφλα, η, Ν 1. πρόσκρουση σε εμπόδιο κατά το βάδισμα και πέσιμο, σκουντούφλημα («πήρα μια σκουντούφλα που δεν ήθελα άλλη») 2. αυτή που σκουντουφλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκόντουφλον (με προληπτική αφομοίωση του ο σε ου ) < σκότος + τύφλα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»